-
1 κατεσκληκώς
υία, ός тощий, худой, кожа да кости -
2 κατεσκληκώς
κατά-σκλῆναιperf part act masc nom /voc sg -
3 κατα-σκέλλω
κατα-σκέλλω (s. σκέλλω), ganz ausdörren, auszehren, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Aesch. Prom. 429, Sp. – Perf. ganz ausgedörrt, dürr, mager sein, ὁ κατεσκληκώς Alciphr. 3, 3; im Ggstz von ἀνειμένος Philostr. gymn. 3, wie V. S. 23, 20; κατέσκληκεν ὅλως Luc. Somn. 29.
См. также в других словарях:
κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος … Dictionary of Greek
κατεσκληκώς — κατά σκλῆναι perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέλλομαι — (Α) 1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.) 2. είμαι σκληρός ή παγωμένος 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, υῑα, ός στρυφνός, αυστηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέλλομαι «ξεραίνομαι,… … Dictionary of Greek